- τεμάχισμα
- το, Ν [τεμαχίζω]τεμαχισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεμάχισμα — το, ατος τεμαχισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεούργηση — η 1. τεμάχισμα τού κρέατος 2. ανηλεής σφαγή ανθρώπων, μακελειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργῶ. Η λ., στον λόγιο τύπο κρεούργησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek